αποδοκιμάζω

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἀποδοκιμάζω)
δεν εγκρίνω κάτι, το απορρίπτω μετά από έλεγχο
νεοελλ.
1. κατακρίνω, ψέγω
2. εκφράζω έντονα την απαρέσκεια μου για κάτι («ο κόσμος αποδοκίμασε τον φονιά»)
αρχ.-μσν.
δοκιμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο - + δοκιμάζω
Το απλό ρ. δοκιμάζω (< δοκιμή) σημαίνει την αποδοχή κατόπιν δοκιμής. Η σημασία της αποδοχής αίρεται στη σύνδεση με το προρρηματικό απο- (σε αντίθεση προς σύνθετα, όπως το απο-δέχομαι, όπου η παρουσία του προρρηματικού δεν αίρει, αλλά επιτείνει τη σημ. του ρήματος: αποδέχομαι = δέχομαι πλήρως, απολύτως), που έτσι φτάνει στη σημασία του «απορρίπτω»].