ἀπορρυπαίνω

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A tarnish, prob. in S.Ichn.153 (Pass.).

Spanish (DGE)

(ἀπορρῠπαίνω)
manchar, empañar en v. pas. ἃ νῦν ὑφ' ὑμῶν λάμπρ' ἀπορρυηαίνεται S.Fr.314.159.

Greek Monolingual

ἀπορρυπαίνω)
νεοελλ.
απομακρύνω τις ρυπαρές ουσίες από μια επιφάνεια, καθαρίζω προσεκτικά
αρχ.
βρομίζω, λερώνω.