αύλειος
Greek Monolingual
αὔλειος και αὔλιος, -α, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην αυλή («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῡ ἐπ' αὐλείου», «ἐκτός αὐλείων πυλῶν»)
2. το θηλ. ως ουσ. «αὔλειος και αὔλιος», «αὐλεία και αὐλία» — η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Ο σχηματισμός του επιθ. πιθ. αναλογικά προς το έρκειος «αυτός που ανήκει στο έρκος, στον αυλόγυρο»].