βράγχιο

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM βράγχιον) συνήθως στον πληθ. βράγχια, τα
τα αναπνευστικά όργανα υδρόβιων και ψαριών
αρχ.
1. το πτερύγιο του ψαριού
2. βρόγχος του αναπνευστικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βράγχος «βραχνάδα». Η σημασιολογική εξέλιξη που παρατηρείται στο βράγχιον οφείλεται τόσο στη σημασιολογική συγγένεια όσο και στη μορφολογική ομοιότητα με το βρόγχος. Από άλλους αμφισβητείται η ετυμολογική συσχέτιση των δύο λέξεων ή αποδίδεται σε απλή παρετυμολογική σύνδεση].