βροχός

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
ο βρόχος
1. χοντροκλωσμένο νήμα από μετάξι
2. ονομασία του φυτού αβένη η γενειοφόρος.———————— (II)
ο βρέχω
λάκκος γεμάτος με νερό της βροχής.