βολίδα

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM βολίς)
1. κάθε τι που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται
2. κωνικό βαρίδι με το οποίο μετρούν το βάθος της θάλασσας μέχρι 50 μέτρα
μσν.- νεοελλ.
σφαίρα, βόλι
νεοελλ.
1. φωτεινό ουράνιο σώμα που διαγράφει τροχιά, διάττοντας αστέρας
2. φρ. «είναι βολίδα» ή «τρέχει σαν βολίδα» — κινείται ολοταχώς
(αρχ. -μσν.) βέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόλος, βολή.