γενολόγι

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ γενολόγιον και γενολόγιν)
1. η γενιά, οι πρόγονοι
2. η οικογένεια, οι συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γένος + -λογιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, γενεαλόγι, μελισσολόι κ.ά.)].