γενεαλόγι
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
Greek Monolingual
το (Μ γενεαλόγιν)
1. η γενιά, οι πρόγονοι
2. οι συγγενείς, η οικογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενεά + -λογιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, μελισσολόι, σκυλολόι κ.ά.)].