και γυρτός, -ή, -ό1. κυρτός, καμπύλος («γερτός πεύκος»)2. σκυφτός («γερτός από τα χρόνια»)3. ξαπλωμένος4. (για πόρτες ή παράθυρα) μισόκλειστος.