γεφυρώνω

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM γεφυρῶ, -όω) γέφυρα
1. κατασκευάζω ή τοποθετώ γέφυρα πάνω από αδιάβατο μέρος, δημιουργώ πέρασμα
2. συνδέω, συμφιλιώνω απόψεις που διίστανται, συμβιβάζω μεσολαβώντας
αρχ.
1. κατασκευάζω φράγμα, ανάχωμα
2. συντελώ με τη μεσολάβησή μου στην επιτυχία ενός έργου.