δειμαίνω

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

only pres. and impf. (Ep.

   A δειμαίνεσκε Q.S.2.439):— to be afraid, h.Ap.404, Hdt.3.51, etc., S.OC492, Pl.R.330c, etc.; δ. περὶ ἑωυτῷ, ὑπέρ τινος, Hdt.3.35, 8.140.β'; ἀμφί τινι S.OC492; ἐπί τινι Jul.Or.2.82a:—Pass., to be frightened, Q.S.2.499.    2 folld. by a relat. clause with μή .., Thgn.541, Hdt.1.165, S.Tr.481.    3 c. inf., Mosch.3.56, Opp.H.5.320.    4 c. acc., fear, τὴν Περσέων δύναμιν Hdt.1.159; πάντα δ. A.Pers.600, cf. Pr.41: c. acc. cogn., δεῖμ' ὃ δειμαίνεις E.Andr.868.

German (Pape)

[Seite 537] 1) sich fürchten, in Angst sein, H. h. Apoll. 404; Her. 3, 51; Plat. Rep. I, 330 e u. öfter; τί, vor etwas, Aesch. Suppl. 70; vgl. Her. 1, 159; περί τινι 8, 99; ὑπέρ τινος 8, 140; ἀμφὶ σοί Soph. O. C. 492; sequ. μή Her. 1, 165; Theocr. 27, 21; – c. inf. Eur. Rhes. 933; Mosch. 3, 56; – πόντος δειμαίνει Anyte 5; vgl. Antp. Sid. 55 (IX, 143). – 2) in Schrecken setzen, Aesch. Pers. 592 Eum. 494. So pass., Qu. Sm. 2, 499.

Greek (Liddell-Scott)

δειμαίνω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (μέλλ. δειμανεῖ) ἐν Αἰσχύλ Εὐμ. 519 εἶναι ἁπλῶς εἰκασία· καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν προτιμῶσι τὴν τοῦ Dobree ― δεῖ μένειν): ― εἶμαι ἐν φόβῳ, ἐν καταπλήξει διατελῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 404, Ἡρόδ. 3. 51, κτλ.·― Συντάσσ. ὡς τὸ δείδω· ἀπολ., Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἀπόλλ. 404, Σοφ., κτλ.· περί τινι, ὑπέρ τινος Ἡρόδ. 3. 35., 8. 140· ἀμφί τινι Σοφ. Ο. Κ. 492 2) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως διᾶ τοῦ μή..., Θέογν. 541, Ἡρόδ. 1. 165, Σοφ. Τρ. 481. 3) μετ’ αἰτ., φοβοῦμαί τι, Ἡρόδ. 1. 159· πάντα δ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 600, πρβλ. Πρ. 41· ― μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δεῖμ’ ὃ δειμαίνεις Εὐρ. Ἀνδρ. 868· ― παθ., εἶμαι φοβισμένος, Κόϊντ. Σμ. 2. 499.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
s’effrayer, être effrayé, craindre, acc. ; avec μή, craindre que.
Étymologie: δεῖμα.

Spanish (DGE)

• Morfología: [ép. impf. δειμαίνεσκε Q.S.2.439; aor. sigm. part. fem. δειμήνασα Euph.38C.14, atem. part. δειμάμενος SEG 35.1055.2 (Tíbur IV d.C.)]
I tr., c. suj. de pers. asustarse de, temer ἀνδρῶν πλῆθος Tyrt.7.3, πάντα A.Pers.600, τοῦτο A.Pr.41, τὴν Περσέων δύναμιν Hdt.1.159, Τραμβήλοιο λέχος Euph.l.c., ὅρκια Orph.A.354, εὐχάς Lyc.895, τριαύχενος μήνιμα ... θεᾶς Lyc.1186, ἀφεγγέα νυκτὸς ὁμίχλην AP 9.675, πόλεμον Triph.282, βίην Q.S.2.439, Παλλάδα Nonn.D.20.55, Λυκόοργον Nonn.D.34.51
ref. al temor reverencial a un dios ἐμέ τ' αἰδομένη καὶ ἐνὶ φρεσί δειμαίνουσα A.R.4.796
c. ac. int. δεῖμα E.Andr.868, τι Q.S.2.28
c. inf. λέγειν E.Or.544, θανεῖν E.Rh.933, ἐρεῖσαι τὸ στόμα Mosch.3.56, πελάσαι δυσδερκέϊ νεκρῷ Opp.H.5.320
c. μή temer que δ. μή πως ναῦν κατὰ κῦμα πίῃ Thgn.680, cf. 541, δειμαίνοντες μὴ αἱ μὲν ἐμπόριον γένωνται Hdt.1.165, δειμαίνων τὸ σὸν μὴ στέρνον ἀλγύνοιμι τοῖσδε τοῖς λόγοις temiendo que con estas palabras afligiría tu corazón S.Tr.481, δ. μὴ δή σε κακωτέρῳ ἀνέρι δώσει Theoc.27.22, cf. Nonn.D.20.339
tb. c. ἵνα μή: δειμαίνων, ἵνα μή τις ... κοῦρον οἰστεύσειεν temiendo no fuera a ser que alguno, hiriese al joven Nonn.D.29.35
c. interr. indir. δειμαίνω τίνι μῆλον ὁ βουκόλος οὗτος ὀπάσσει Colluth.87.
II intr.
1 tener miedo, estar asustado οἱ δ' ἀκέων ... καθήατο δειμαίνοντες h.Ap.404, cf. A.Supp.74, Hdt.3.51, 4.136, S.Tr.89, E.Hec.184, Ar.V.1042, Pl.R.330e, Euph.81.3, Plu.2.729f, AP 12.124, SEG l.c., Hsch.
c. giro prep. temer por περὶ ἑωυτῷ Hdt.3.35, περὶ αὐτῷ Ξέρξῃ Hdt.8.99, ἀμφὶ σοί S.OC 492, τοῦ πέρι δειμαίνουσα Q.S.14.280, ὑπὲρ ὑμέων Hdt.8.140β, ὑπὲρ τῶν γαμετῶν καὶ τῶν ἐγγόνων Iul.Or.3.82a, tb. en v. med. ἀμφ' Ἀχιλῆος ... δειμαίνοντο Q.S.2.499, cf. Hsch.
2 c. suj. de cosa dar miedo, asustar πόντῳ γὰρ ἐπὶ πλατὺ δειμαίνοντι χαίρω disfruto del mar que asusta en su inmensidad, AP 9.143 (Antip.Thess.?).

Greek Monolingual

δειμαίνω (Α) δείμα
φοβάμαι.