διάγνωση

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α διάγνωσις) διαγιγνώσκω
1. εικασία, συμπερασμός
2. ο προσδιορισμός της ασθένειας από την οποία πάσχει κάποιος
αρχ.
1. η διευκρίνηση, η διάκριση
2. σχηματισμός γνώμης, απόφαση
3. η δύναμη ή το μέσον του να διακρίνει κανείς κάτι.