διανάστασις

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A rising up, Hp.Epid.7.11 (of going to stool), Plb.5.70.8: pl., X.Cyn.10.18.

German (Pape)

[Seite 591] ἡ, das Aufstehen und Weggehen, Aufbruch, Hippocr., Pol. 3, 55.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰνάστασις: -εως, ἡ, ἀνάστασις καὶ ἀναχώρησις, Ἱππ. 1212Η, Ξενοφ. Κυν. 10, 18, Πολύβ. 5. 70, 8.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de levantarsedel lecho (para ir al retrete), Hp.Epid.7.11, del suelo tras una caída, X.Cyn.10.18, Plb.3.55.5, τῶν ἐγκαθημένων Plb.5.70.8, de un baño de asiento, Sor.120.1, tras la genuflexión, Basil.Spir.66.96.
2 fig. estímulo, incitación πρὸς τὸν θυμόν Gr.Nyss.M.44.193A
consuelo, confortación Chrys.Iob.38.4.26.

Greek Monolingual

διανάστασις (-εως), η (Α) ανάστασις
1. το να σηκωθεί κάποιος από τη θέση του και να αποχωρήσει
2. αναστάτωση
3. πληθ. μεταστάσεις, μεταβολές.