διανάστασις
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
English (LSJ)
-εως, ἡ, rising up, Hp.Epid.7.11 (of going to stool), Plb.5.70.8: pl., X.Cyn.10.18.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de levantarse del lecho (para ir al retrete), Hp.Epid.7.11, del suelo tras una caída, X.Cyn.10.18, Plb.3.55.5, τῶν ἐγκαθημένων Plb.5.70.8, de un baño de asiento, Sor.120.1, tras la genuflexión, Basil.Spir.66.96.
2 fig. estímulo, incitación πρὸς τὸν θυμόν Gr.Nyss.M.44.193A
•consuelo, confortación Chrys.Iob.38.4.26.
German (Pape)
[Seite 591] ἡ, das Aufstehen und Weggehen, Aufbruch, Hippocr., Pol. 3, 55.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διανάστασις -εως, ἡ [διανίστημι] stoelgang.
Russian (Dvoretsky)
διανάστᾰσις: εως ἡ вставание, подъем (τῶν ἐγκαθημένων Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
διᾰνάστασις: -εως, ἡ, ἀνάστασις καὶ ἀναχώρησις, Ἱππ. 1212Η, Ξενοφ. Κυν. 10, 18, Πολύβ. 5. 70, 8.
Greek Monolingual
διανάστασις (-εως), η (Α) ανάστασις
1. το να σηκωθεί κάποιος από τη θέση του και να αποχωρήσει
2. αναστάτωση
3. πληθ. μεταστάσεις, μεταβολές.