διερμηνεία
Spanish (DGE)
-ας, ἡ interpretación γλωσσῶν 1Ep.Cor.12.10 (var.).
Greek Monolingual
η
1. ακριβής, λεπτομερειακή ερμηνεία
2. το αξίωμα του διερμηνέα
3. το έργο του διερμηνέα
4. το γραφείο του διερμηνέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. interpretation. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κ. Πετρίτζη].