διερμηνεία

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ interpretación γλωσσῶν 1Ep.Cor.12.10 (var.).

Greek Monolingual

η
1. ακριβής, λεπτομερειακή ερμηνεία
2. το αξίωμα του διερμηνέα
3. το έργο του διερμηνέα
4. το γραφείο του διερμηνέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. interpretation. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κ. Πετρίτζη].