(Α δραματοποιῶ)1. διασκευάζω μύθο ή οποιαδήποτε άλλη υπόθεση σε δράμα2. δίνω δραματική (διαλογική) μορφή σε λογοτεχνικό έργονεοελλ.παρουσιάζω κάποιο γεγονός πολύ σοβαρότερο απ' ό,τι πραγματικά είναι («μη δραματοποιείς την κατάσταση»).