δραματοποιώ

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α δραματοποιῶ)
1. διασκευάζω μύθο ή οποιαδήποτε άλλη υπόθεση σε δράμα
2. δίνω δραματική (διαλογική) μορφή σε λογοτεχνικό έργο
νεοελλ.
παρουσιάζω κάποιο γεγονός πολύ σοβαρότερο απ' ό,τι πραγματικά είναι («μη δραματοποιείς την κατάσταση»).