δυστυχής
English (LSJ)
ές,
A unlucky, unfortunate, of persons and things, Th.7.87, Pl.Lg.832a, etc.; freq. in Trag., δυστυχῆ πράσσειν A.Th.339 (lyr.); δ. βίος S. El.602; δ. εἴς τι E.Ph.1642; τά τ' ἔνδον τά τε θύραζε δ. Id.Or.604; τὸ δυστυχές A.Ch.913. Adv.-χῶς Id.Ag.1660, Pl.Lg.687e, etc. 2 of the Erinyes, δ. κόραι ill-starred, harbingers of ill, A.Eu.791 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 689] ές, dem etwas mißlingt, unglücklich, von Aesch. an sowohl von Personen, Eum. 769, als von Sachen, δυστυχῆ πράσσει Spt. 321; βίος Soph. El. 602. So Plat. u. Folgde; δ. τί, in etwas, Eur. Or. 603.
Greek (Liddell-Scott)
δυστῠχής: -ές, ἀτυχής, δυστυχής, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Τραγ., Πλάτ. Νόμ. 832Α, κτλ.· δυστυχῆ πράσσειν Αἰσχύλ. Θήβ. 339· δ. βίος Σοφ. Ἠλ. 602· δ. εἴς τι Εὐρ. Φοίν. 1643· τά τ’ ἔνδον τά τε θύραζε δ. ὁ αὐτ. Ὀρ. 604· τὰ δυστυχῆ = δυστυχίαι, Αἰσχύλ. Χο. 913. ― Ἐπίρρ. -χῶς, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1660, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
malheureux, infortuné ; τὸ δυστυχές ESCHL le malheur.
Étymologie: δυσ-, τύχη.
Spanish (DGE)
(δυστῠχής) -ές
I 1infortunado, malhadado, desgraciado de pers., en sent. gener., Democr.B 286, E.Andr.6, Or.604, Ar.Ec.1103, Pl.Lg.832a, Thphr.Char.8.8, Men.Asp.418, I.AI 20.256, Ph.1.305, Aesop.49.3, Aristid.Or.25.24, Plu.2.474f, οἱ περιττοί (por causa de la envidia de los dioses), Arist.Metaph.983a1, de esclavos y prisioneros, D.S.3.13, Luc.Asin.24, δυστυχεστάτη γυναικῶν ἐγώ por causa del amor, X.Eph.2.11.2, ἔθνος Gr.Nyss.Flacill.480.2, c. εἰς y ac. εἰς ἅπαντα δ. ἔφυς E.Ph.1642, de abstr. βίος S.El.602, de una acción de guerra ἔργον τοῦτο ... τοῖς διαφθαρεῖσι δυστυχέστατον Th.7.87, αἱ πράξεις Antipho 2.1.10, πενία D.Chr.7.115, γενέσεις ... ταπειναὶ καὶ δυστυχεῖς Vett.Val.55.23
•subst. τό δ. el infortunio A.Ch.913, πολλὰ ... δυστυχῆ muchos infortunios A.Th.339, τῶν τότε πολέμων τὸ δ. Lyd.Mag.3.44.
2 miserable, pervertido, depravado τίς οὖν οὕτως δ. ἐστιν ὅστις ἑαυτόν, γονέας ... εἴνεκα κέρδους βραχέος προέσθαι βουλήσεται; D.14.32, φύσει δυστυχεῖς D.14.34, op. εὐφυής Isoc.7.49, de algunos jóvenes ἠλίθιοι καὶ δυστυχεῖς D.Chr.35.8, ἔσθ' οὕτω τις ἄφρων ἢ δ., ὅτῳ ...; Aristid.Or.6.11.
II ominoso, fatídico, aciago κόραι δυστυχεῖς Νυκτός de las Erinis, A.Eu.791, ὁ δ. δαίμων S.El.1156.
III adv. -ῶς desgraciadamente πεπληγμένοι A.A.1660, τελευτήσας Pl.Lg.687e, cf. Gr.Naz.M.35.869B.
Greek Monolingual
-ές και δύστυχος, -η, -ο (AM δυστυχής, -ές
Μ και δύστυχος, -ον)
Ι. αυτός που έχει κακή τύχη, που αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες ή δεινά
II. επίρρ. δυστυχώς (AM δυστυχώς)
με κακή τύχη, με μεγάλες δυσκολίες και βάσανα
νεοελλ.
(ως μονολεκτική απάντηση ή κρίση) κατά κακή τύχη, κρίμα που...