εγκάρδιος

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐγκάρδιος, -ον)
αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια»)
μσν.
(για αδερφό) γνήσιος
αρχ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδια
αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐγκαρδία
ονομασία πολύτιμου λίθου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκάρδιον
η καρδιά, η ψίχα του ξύλου.