ειδοποιώ
Greek Monolingual
(-έω) (Α εἰδοποιῶ, -έω)
νεοελλ.
γνωστοποιώ, πληροφορώ, αναγγέλλω
αρχ.
1. δίνω σε κάτι χαρακτηριστική, τυπική μορφή
2. χαρακτηρίζω
3. απεικονίζω, περιγράφω
4. προσθέτω ειδικές λεπτομέρειες.
(-έω) (Α εἰδοποιῶ, -έω)
νεοελλ.
γνωστοποιώ, πληροφορώ, αναγγέλλω
αρχ.
1. δίνω σε κάτι χαρακτηριστική, τυπική μορφή
2. χαρακτηρίζω
3. απεικονίζω, περιγράφω
4. προσθέτω ειδικές λεπτομέρειες.