έγχυμα

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM ἔγχυμα)
(για φάρμακο) αυτός που χύνεται μέσα σε κάποιο όργανο
αρχ.
(για δοχείο)
1. το χύσιμο υγρού σε δοχείο
2. είδος γλυκίσματος.