εκπίνω

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐκπίνω (Α)
1. πίνω όλο το περιεχόμενο ποτηριού («ὅσα τοι ἐκπέποται και ἐδήδοται ἐν μεγάροισιν», Ιλ.)
2. ρουφώ, απορροφώ («αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπό χθονός», Αισχ.)
3. αδειάζω, εκκενώνω δοχείο
4. εξαντλώ, σπαταλώ («ὄλβον δωμάτων ἐκπίνομεν», Ευρ.)
5. πίνω στην υγεία κάποιου, κάνω πρόποση.