εκκενώνω

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκκενῶ, -όω
Α και ἐκκεινῶ, -όω)
αδειάζω, εγκαταλείπω («εκκενώθη η αίθουσα, η δεξαμενή»)
νεοελλ.
1. (για στρατεύματα) αποχωρώ, αποσύρομαι
(«διατάχθηκαν να εκκενώσουν την Ήπειρο»)
2. φρ. «εκκενώνω όπλο»
α) πυροβολώ
β) αφαιρώ τή γόμωσή του
αρχ.
1. αδειάζω, αφήνω έρημο («ἄστυ Σούσων ἐξεκείνωσεν»)
2. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη, γυμνώνω
3. απομακρύνω κάτι για να το καθαρίσω.