εκτιμητής

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκτιμήτρια)
1. αυτός που κάνει υποκειμενική εκτίμηση πράγματος, γεγονότος ή καταστάσεως («εκτιμητής ακινήτων, εσοδείας, κέρδους, ζημίας, περιουσίας, πολύτιμων λίθων κ.λπ.»)
2. αυτός που αποφασίζει ή ενεργεί κατά την κρίση και την εμπειρία του σχετικά με το ποιόν, την αξία ή τη σημασία προσώπου ή γεγονότος («εκτιμητής τών περιστάσεων, της πολιτικής καταστάσεως», «εκτιμήτρια τών ανδρικών αδυναμιών»)
3. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει επιτυχώς και με οξυδέρκεια.