εκτεταμένος

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)
1. αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση, ευρύς, μεγάλος («εκτεταμένη περιοχή, πεδιάδα, χώρα κ.λπ.»)
2. αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια, διεξοδικός («εκτεταμένη συζήτηση, χρονική περίοδος κ.λπ.»).