εντόπιση

Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. περιορισμός σ' έναν τόπο, παρεμπόδιση της επεκτάσεως
2. ο καθορισμός της θέσης, η επισήμανση
3. ιατρ. περιορισμός καθολικής λοιμώξεως σε ορισμένο όργανο του σώματος, εξαιτίας λοιμώδους ασθένειας
4. φυσιολ. ο ακριβής καθορισμός τών περιοχών του εγκεφαλικού φλοιού, όπου έχουν την έδρα τους ορισμένες ψυχικές λειτουργίες.