το (Α ἐξάντλημα) εξαντλώεξάντληση, πλήρης εκκένωσηαρχ.1. η απότομη και με ορμή εκκένωση νερού στο σώμα του ανθρώπου, η καταιόνηση, το ντους2. ιατρ. κατάπτωση δυνάμεων, νάρκη.