ἐξαρύω (Α) αρύω1. πιέζω, εκθλίβω, συνθλίβω2. αντλώ από κάπου, βγάζω με άντληση («θεῑον ποτὸν ἐξαρύων», Ορφ.)3. αποστερώ τελείως, αποξηραίνω4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξαρ(υ)όμεναιἐξ ἀγκῶνος φλεβοτομούμεναι».