ἐξομματῶ, -όω (Α)1. κάνω κάποιον να δει, του ανοίγω τα μάτια2. διασαφώ3. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια4. ξεματιάζω τα κουκιά, αφαιρώ τη σκληρή μαύρη ουλή.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομματώ (< όμμα)].