τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
1. (σχετικά με κουκιά) αφαιρώ το άνω ακραίο τμήμα του φλοιού
2. απαλλάσσω κάποιον από τη βασκανία
3. μέσ. ξεματιάζομαι
α) παύω να είμαι ματιασμένος
β) κοιτάζω κάτι με έντονη προσοχή και για πολλή ώρα («ξεματιάστηκε να βλέπει τηλεόραση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + ματιάζω].