ξεματιάζω

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source

Greek Monolingual

1. (σχετικά με κουκιά) αφαιρώ το άνω ακραίο τμήμα του φλοιού
2. απαλλάσσω κάποιον από τη βασκανία
3. μέσ. ξεματιάζομαι
α) παύω να είμαι ματιασμένος
β) κοιτάζω κάτι με έντονη προσοχή και για πολλή ώρα («ξεματιάστηκε να βλέπει τηλεόραση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + ματιάζω].