ἐπαιάζω
English (LSJ)
A cry αἰαῖ over, mourn over, τῷ νεκρῷ Luc.DDeor.14.2; bewail, μόρον Nic.Al.303. II join in the wail, Bion 1.2, etc.; ἐ. πρὸς τὸ μέλος Luc.Luct.20.
German (Pape)
[Seite 894] (s. αἰάζω) , dabei wehklagen, jammern; τῷ νεκρῷ Luc. D. D. 14, 2; πρὸς τὸ μέλος de luct. 20; μόρον Nic. Al. 303; absol., Bion. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαιάζω: μέλλ -ξω, κράζω αἰαῖ, αἰάζω, θρηνολογῶ ἐπί τινι, ἐπαιάζοντα τῷ νεκρῷ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 14. 2· μετ’ αἰτ., θρηνῶ, ἡ δὲ μόρον πολύπυστον ἐπαιάζουσα κατ’ ἄγκη Νικ. Ἀλεξιφ. 303. ΙΙ. συμμετέχω θρήνου, θρηνολογῶ καὶ ἐγὼ παρακολουθῶν τὸν θρῆνον ἄλλου, αἰάζω τὸν Ἄδωνιν, ἐπαιάζουσιν ἔρωτες Βίων 1. 2, κτλ.· ὁποῖ ’ ἂν ἐκεῖνος ἐξάρχῃ πρὸς τὸ μέλος ἐπαιάζοντες Λουκ. περὶ Πένθους 20.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπαιάξω;
se lamenter, gémir sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, αἰάζω.
Greek Monolingual
ἐπαιάζω (Α)
1. αιάζω, φωνάζω «αἰαί», θρηνολογώ για κάποιον («ἐπαιάζοντα τῷ νεκρῷ», Λουκιαν.)
2. (με αιτ.) θρηνώ
3. συμμετέχω σε θρήνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιάζω «φωνάζω αιαί»].