ἐπαιάζω

From LSJ

κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαιάζω Medium diacritics: ἐπαιάζω Low diacritics: επαιάζω Capitals: ΕΠΑΙΑΖΩ
Transliteration A: epaiázō Transliteration B: epaiazō Transliteration C: epaiazo Beta Code: e)paia/zw

English (LSJ)

A cry αἰαῖ over, mourn over, τῷ νεκρῷ Luc.DDeor.14.2; bewail, μόρον Nic.Al.303.
II join in the wail, Bion 1.2, etc.; ἐ. πρὸς τὸ μέλος Luc.Luct.20.

German (Pape)

[Seite 894] (s. αἰάζω), dabei wehklagen, jammern; τῷ νεκρῷ Luc. D. D. 14, 2; πρὸς τὸ μέλος de luct. 20; μόρον Nic. Al. 303; absol., Bion. 1, 2.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπαιάξω;
se lamenter, gémir sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, αἰάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαιάζω: вопить, рыдать (πρὸς τὸ μέλος Luc.): ἐ. τῷ νεκρῷ Luc. рыдать над трупом.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαιάζω: μέλλ -ξω, κράζω αἰαῖ, αἰάζω, θρηνολογῶ ἐπί τινι, ἐπαιάζοντα τῷ νεκρῷ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 14. 2· μετ’ αἰτ., θρηνῶ, ἡ δὲ μόρον πολύπυστον ἐπαιάζουσα κατ’ ἄγκη Νικ. Ἀλεξιφ. 303. ΙΙ. συμμετέχω θρήνου, θρηνολογῶ καὶ ἐγὼ παρακολουθῶν τὸν θρῆνον ἄλλου, αἰάζω τὸν Ἄδωνιν, ἐπαιάζουσιν ἔρωτες Βίων 1. 2, κτλ.· ὁποῖ ’ ἂν ἐκεῖνος ἐξάρχῃ πρὸς τὸ μέλος ἐπαιάζοντες Λουκ. περὶ Πένθους 20.

Greek Monolingual

ἐπαιάζω (Α)
1. αιάζω, φωνάζω «αἰαί», θρηνολογώ για κάποιον («ἐπαιάζοντα τῷ νεκρῷ», Λουκιαν.)
2. (με αιτ.) θρηνώ
3. συμμετέχω σε θρήνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιάζω «φωνάζω αιαί»].

Greek Monotonic

ἐπαιάζω: μέλ. -ξω,
I. φωνάζω αἰαῖ, θρηνολογώ για, τινί, σε Λουκ.
II. συμμετέχω στον θρήνο, σε Βίωνα.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to cry αἰαῖ over, mourn over, τινί Luc.
II. to join in wailing, Bion.