επαγρυπνώ

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπαγρυπνῶ, -έω (Α) επάγρυπνος
μσν.- νεοελλ.
έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου κάπου («επαγρυπνεί για την ακριβή τήρηση του νόμου»)
αρχ.
1. μένω άγρυπνος, διανυκτερεύω για κάτι
2. παραφυλάω, παραμονεύω, επιτηρώ.