επαισχύνομαι

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπαισχύνομαι (AM)
(αποθ.) ντρέπομαι να κάνω ή να υποστώ κάτι («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντία εἰπεῑν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», Αισχύλ.)
αρχ.
1. ντρέπομαι για κάτι («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», Ηρόδ.)
2. (με αιτ.) ντρέπομαι κάποιον
3. ντρέπομαι για κάτι που έκανα ή κάνω («οὐδ' ἐπαισχύνει λέγων», Σοφ.)
4. από ντροπή δεν ομολογώ, αρνούμαι κάποιον ή κάτι
5. ενεργ. κάνω κάποιον άσχημο, ασχημίζω.