επαισχύνομαι

From LSJ

ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos

Source

Greek Monolingual

ἐπαισχύνομαι (AM)
(αποθ.) ντρέπομαι να κάνω ή να υποστώ κάτι («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντία εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», Αισχύλ.)
αρχ.
1. ντρέπομαι για κάτι («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», Ηρόδ.)
2. (με αιτ.) ντρέπομαι κάποιον
3. ντρέπομαι για κάτι που έκανα ή κάνω («οὐδ' ἐπαισχύνει λέγων», Σοφ.)
4. από ντροπή δεν ομολογώ, αρνούμαι κάποιον ή κάτι
5. ενεργ. κάνω κάποιον άσχημο, ασχημίζω.