-η, -ο (AM ἔξυπνος, -ον) ύπνοςξύπνιος, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί ακόμημσν.- νεοελλ.1. άγρυπνος, σε εγρήγορση, προσεκτικός2. ο ευφυής, αυτός που βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και έχει ταχεία αντίληψη.