ἐπαπολαύω

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A revel in, ἡδοναῖς D.S.37.3: c. gen., ἡλίου σελασμάτων Tz.H.9.315; profit by, τινός Anon.in Rh.111.28.

German (Pape)

[Seite 904] dabei genießen, τί, Aesop. 121; D. Sic. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαπολαύω: ἐναπολαύω, ἀπολαύω, ἡδοναῖς πάντα τὸν τοῦ ζῆν χρόνον ἐπαπολαύων Διοδ. Ἀποσπ. 609. 89.

French (Bailly abrégé)

prés.
passer le temps à jouir de, acc..
Étymologie: ἐπί, ἀπολαύω.

Greek Monolingual

ἐπαπολαύω (AM)
1. απολαμβάνω κάτι, ευχαριστούμαι με κάτι
2. επωφελούμαι από κάποιον ή από κάτι.