επιβιώνω

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐπιβιῶ, -όω)
επιζώ, εξακολουθώ να ζω μετά από κάποιο γεγονός («ἐπεβίω δὲ δύο ἔτη καὶ ἕξ μῆνας»)
νεοελλ.
1. διατηρώ τη δύναμη ή την αξία μου μετά από κάποιο (δυσάρεστο συνήθως) γεγονός
2. καταφέρνω να διατηρούμαι στη ζωή ή σε δραστηριότητες παρά τις αντίξοες συνθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βιώ (II) «είμαι ζωντανός»].