επήρετμος

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπήρετμος, -ον (Α)
1. (για κωπηλάτες) αυτός που κάθεται κοντά στο κουπί έτοιμος να κωπηλατήσει
2. (για πλοίο) ο εφοδιασμένος με κουπιάνῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῑροι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερετμόν «κουπί», το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. στρατηγός < στρατός + άγω)].