ερετμόν

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monolingual

ἐρετμόν, τὸ (AM)
1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» — και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.)
2. μτφ. το αντρικό μόριο
3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῖσιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε- του τ. ερέτης, με διαφορετικό επίθημα. Η λ. μαρτυρείται από τον Όμηρο και τους ποιητές, ενώ στον πεζό λόγο χρησιμοποιείται συνηθέστερα η λ. κώπη. Από τον τ. ερετμόν προέρχεται το μετονοματικό ερετμώ καθώς και το κύριο όνομα Ερετμεύς που απαντά στον Όμηρο, ο ίδιος δε ο τ. ερετμόν εμφανίζεται σε αρκετά σύνθετα ως β’ συνθετικό: δολιχήρετμος, εξήρετμος, επήρετμος, ευήρετμος, ισήρετμος, λευκήρετμος, φιλήρετμος.