επίσπαση

Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἐπίσπασις) επισπώ
τράβηγμα
νεοελλ.
η πρόκληση τοπικής υπεραιμίας σε περιοχή του δέρματος για να εξουδετερωθεί φλεγμονή οργάνου ή να προκληθεί τοπική νευρική διέγερση
αρχ.
τράβηγμα, απορρόφηση («καὶ τὴν ἐπίσπασιν τῆς τροφῆς», Αριστοτ.).