εσθίω
Greek Monolingual
ἐσθίω (AM)
τρώγω
αρχ.
1. (για θηρία) καταβροχθίζω
2. (για φωτιά και διαβρωτική νόσο) κατατρώγω («πάντας πῡρ ἐσθίει», Αισχύλ.
«ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.)
3. φθείρω, στενοχωρώ («ἐσθίειν ἑαυτόν» — στενοχωρεί τον εαυτό του)
4. βάζω μέσα στο στόμα μου («ἐσθίω γλῶτταν αὐλοῡ», Φιλόστρ.)
5. καταξοδεύω («ἐσθίεται οἶκος» — η περιουσία κατασπαταλιέται, Ομ. Οδ.)
6. φρ. α) «ἐσθίω τὴν χελύνην» — δαγκώνω το χείλος
β) «ὀδόντες ἐσθιόμενοι» — σαπισμένα δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα εσθίω και έσθω είναι άλλοι τ. ενεστ. του έδω, που προήλθαν πιθ. από την αθέματη προστ. έσθι (Οδ. ρ 478) που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. addhi].