έσθω
From LSJ
Greek Monolingual
ἔσθω (ποιητ. τ. του ἐσθίω) (Α)
1. τρώγω
2. (για ζώα) καταβροχθίζω ή τρέφομαι από κάπου
3. καταναλώνω οικονομικά, καταξοδεύω
4. (στην ΠΔ για το αίμα) αντί του ρ. πίνω («τὴν ψυχὴν τὴν ἔσθουσαν τὸ αἷμα»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. εσθίω].