εὔαρκτος

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον, (ἄρχω)

   A easy to govern, manageable, of a horse's mouth, A.Pers.193.

German (Pape)

[Seite 1057] leicht zu beherrschen, στόμα, Aesch. Pers. 189.

Greek (Liddell-Scott)

εὔαρκτος: -ον, (ἄρχω) ὁ εὐκόλως ἀρχόμενος, πειθήνιος, ἐν ἡνίαισί τ’ εἶχεν εὔαρκτον στόμα, ἐπὶ ἵππου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 193.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à gouverner.
Étymologie: εὖ, ἄρχω.

Greek Monolingual

εὔαρκτος, -ον (Α)
(για άλογο) αυτός που κυβερνάται, που διευθύνεται εύκολα, πειθήνιος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αρκτος (< άρχω), πρβλ. άν-αρκτος, δύσ-αρκτος].