ευαρέσκεια

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. το συναίσθημα της ηθικής ικανοποιήσεως, η ευχαρίστηση, η εκδήλωση ή η έκφραση ευχαριστήσεως («σάς εκφράζω την ευαρέσκειά μου»)
2. η ηθική αμοιβή που απονέμεται από την προϊστάμενη αρχή στους υφισταμένους της διοικητικούς υπαλλήλους λόγω της πρόθυμης εκτελέσεως τών καθηκόντων τους σε μιαν ειδική περίπτωση («ο υπουργός εξέφρασε την ευαρέσκεια του στους τμηματάρχες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρέσκεια. Η λ. μαρτυρείται από τον περασμένο αιώνα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].