ευδιάγνωστος

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐδιάγνωστος, -ον)
1. αυτός ο οποίος αναγνωρίζεται εύκολα
2. (για νόσο) εκείνη της οποίας είναι εύκολη η διάγνωση
3. πολύ γνωστός, πασίγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια-γνωστός (< δια-γιγνώσκω)].