ευαρεστώ

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐαρεστῶ, -έω) ευάρεστος
1. είμαι ευάρεστος, προκαλώ ευαρέσκεια, ευχαριστώ, ικανοποιώ κάποιον
2. (μέσ. και παθ.) ευαρεστούμαι
είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, δοκιμάζω ευχαρίστηση
νεοελλ.
μέσ. ευαρεστούμαι
(για αιτήσεις, αναφορές ή σε επιστολές) α) έχω την καλωσύνη να..., λαμβάνω τον κόπο να..., δέχομαι να κάνω κάτι (να ενεργήσω προς όφελος κάποιου ή να πραγματοποιήσω το περιεχόμενο της αιτήσεως κάποιου)
β) συγκατατίθεμαι, συναινώ, συγκατανεύω, αποδέχομαι
αρχ.
1. (για ασθενείς) αισθάνομαι ανακούφιση
2. (στο γ' εν. πρόσ. αορ.) εὐαρέστησεν
φάνηκε καλό, «ἔδοξε».