εὔειλος, -ον (Α)ευήλιος, προσήλιος, ηλιόλουστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειλος (< είλη «ηλιακή θερμότητα»), πρβλ. ά-ειλος, πρόσ-ειλος).