είλη

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source

Greek Monolingual

(I)
εἴλη, η (Α)
ίλη (ιππικού).
(II)
εἴλη, η (Α)
1. η θερμότητα του ήλιου
2. άχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είλη προέρχεται από αρχαιότερο τ. έλα (< Fέλᾱ < Fhelā < hFelā) με προθηματικό φωνήεν (e-Fhέλā). Ο τύπος Fhelā συνδέεται με τον ΙΕ τύπο swelā (πρβλ. αλέα ΙΙ) < ΙΕ ρίζα swel- «σιγοκαίω», που εμφανίζεται στη γερμανική και βαλτική γλώσσα
πρβλ. αγγλοσαξ. sweban, νεώτερο γερμ. schwelen «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. svilti «καψαλίζω, -ομαι»).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ειληθερής, ειλικρινής, ειλόπεδον. (Β' συνθετικό) άειλος, εύειλος, ημίειλος, πρόσειλος.