ηνεμόεις

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἠνεμόεις, δωρ. τ. ἀνεμόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που προσβάλλεται από τους ανέμους («δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας», Ομ. Οδ.)
2. (για ιστίο) αυτός που φουσκώνει από τον αέρα
3. (για κίνηση) ορμητικός, σφοδρός
4. γρήγορος σαν τον άνεμο («λαγωὸς ἠνεμόεις», Νίκ.)
5. (μτφ. για σκέψη ή γνώμη) αυτή που πετάει ψηλά ή είναι γρήγορη σαν τον άνεμο, επομένως υψηλή («ἀνεμόεν φρόνημα», Σοφ.)
6. αυτός που σείεται από τον άνεμο («ἐρινεὸν ἠνεμόεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του ανεμόεις].