ἡμιτμήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)κομμένος στη μέση, διχοτομημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τμηξ (< τμήγω «κόβω», με αντίστροφη παραγωγή), πρβλ. απο-τμήξ].